Η περίπτωση του βακτηρίου Xylella fastidiosa
To βακτήριο έγινε ευρέως γνωστό το 2013 αν και η επιστημονική κοινότητα γνωρίζει την παρουσία του από το 1930 (Καλιφόρνια). Τότε είχε προκαλέσει ζημιές σε διάφορες καλλιέργειες όπως αμπέλια, εσπεριδοειδή, πυρηνόκαρπα και φυτά μεγάλης καλλιέργειας.
Στην εξάπλωση του βακτηρίου βοηθά η έντονη διακίνηση αγαθών καθώς και η κλιματική αλλαγή. Η Ν.Ιταλία φαίνεται να έχει υποστεί τις μεγαλύτερες ζημιές καθώς περισσότερο από 1 εκατομμύριο ελαιόδενδρα έχουν προσβληθεί μειώνοντας την παραγωγή σε λάδι κατά 40%.
Αρχικά στην Ευρώπη το βακτήριο αναγνωρίστηκε στην Ιταλία σε φυτά πικροδάφνης, ελιάς και αμυγδαλιάς το 2006. Αν και στην αρχή είχε εκτιμηθεί πως ήταν μυκητολογική ασθένεια, σύντομα αποκαλύφθηκε η πραγματικότητα.
Το βακτήριο προκαλεί το σύνδρομο της ταχείας κατάρρευσης και η πορεία του στην Ευρώπη (EPPO) έχει ως εξής:
- Ιταλία 2013 (ελιά)
- Γαλλία-Ελβετία 2015 (καλλωπιστικό Πολύγαλα, Polygala myrtifolia)
- Ισπανία 2016 (κερασιές), Γερμανία 2016 (πικροδάφνη, Nerium oleander)
- Ισπανία 2017 (αμυγδαλιές)
- To 2018 στην Περιφέρεια της Μαδρίτης τέθηκε υπό καραντίνα ελαιώνας από την Φυτοϋγειονομική Υπηρεσία της Ισπανίας
- Επίσης το 2018 η Φυτοϋγειονομική Υπηρεσία Βελγίου ταυτοποίησε το βακτήριο σε φυτά ελιάς που προήλθαν από την Ισπανία
Το βακτήριο
Η Xylella fastidiosa αναπτύσσεται στα ξυλώδη αγγεία των φυτών. Εγκαθίσταται και πολλαπλασιάζεται σε υψηλές θερμοκρασίες (άριστη 26-28 0C), ενώ σε χαμηλότερες περιορίζεται.
Τα συμπτώματα που μπορούμε να παρατηρήσουμε στα φυτά τα οποία έχουν προσβληθεί από το βακτήριο είναι στην αρχή η καχεξία, μετά χλώρωση, στην συνέχεια μάρανση και καψάλιασμα των φύλλων. Τα συμπτώματα αυτά είναι τυπικά των αδροβακτηριώσεων. Το τελικό στάδιο της μόλυνσης προκαλεί ξήρανση και κατάρρευση του φυτού.
Η Xyllela fastidiosa προσβάλει πάρα πολλά είδη φυτών από μονοκοτυλήδονα και δικοτυλήδονα φυτά, καλλιεργούμενα και αυτοφυή, πόες και δένδρα, όπως:
- Σε Καλλιεργούμενα Ελιά, αμπέλι, αμυγδαλιά, εσπεριδοειδή, βερυκοκιά, δαμασκηνιά, μηδική κλπ. Φυτά με μεγάλο γεωργικό και οικονομικό ενδιαφέρον ειδικά για τα δένδρα ελιάς που τα περισσότερα είναι υπεραιωνόβια και αποτελούν μνημεία πολιτιστικής κληρονομιάς.
- Σε Καλλωπιστικά – Δασικά Πικροδάφνη, Πολύγαλα, Κισσός, Σφένδαμος Βελανιδιά, Δενδρολίβανο, Μυρτιά κ.α αλλά και ζιζάνια όπως βέλιουρας (Sorghum haiepense) κ.α.
Μετάδοση και διασπορά
Η μετάδοση και η διασπορά του βακτηρίου γίνεται κυρίως με μολυσμένο πολλπλασιαστικό υλικό. Από εκεί και πέρα υπεύθυνοι είναι οι φορείς μετάδοσης του μολύσματος οι οποίοι αποτελούνται από μυζητικά έντομα (cicadelliae, cercopidae).
Προληπτικά μέτρα
Για τη διαπίστωση της παρουσίας ή μη του φυτοπαθογόνου βακτηρίου έχουν θεσπιστεί από την Ε.Ε. επίσημοι μακροσκοπικοί έλεγχοι δειγματοληψίας σε ελαιώνες, αμπελώνες, κέντρα εμπορίας φυτών, φυτώρια, κλπ. Στη χώρα μας μέχρι και σήμερα δεν έχει γίνει γνωστοποίηση του επιβλαβούς οργανισμού. Επειδή όμως θεωρείται υψηλού κινδύνου φυτοπαθογόνος οργανισμός, και η πιθανότητα να εισαχθεί στη χώρα μας με μολυσμένο πολλαπλασιαστικό υλικό είναι μεγάλη, για το λόγο αυτό, τόσο όσοι εισάγουν ή διακινούν πολλαπλασιαστικό υλικό όσο και οι φυτωριούχοι αλλά και οι καλλιεργητές, απαιτείται να παίρνουν προληπτικά μέτρα όπως:
- Να προμηθεύονται δενδρύλλια με το απαραίτητο Φυτοϋγειονομικό Διαβατήριο, που σημαίνει ότι έχουν γίνει οι απαραίτητοι έλεγχοι από την αρμόδια Φυτοϋγειονομική Υπηρεσία.
- Να αποφεύγεται η προμήθεια δενδρυλλίων άγνωστης προέλευσης.
Αντιμετώπιση
Η Χημική αντιμετώπιση του βακτηρίου είναι αδύνατη μέχρι και σήμερα. Για το λόγο αυτό απαιτείται εφαρμογή αυστηρών μέτρων καραντίνας, Φυτοϋγειονομικών Ελέγχων και Επισκοπήσεων.
Με δεδομένο ότι το βακτήριο έχει μεγάλο εύρος ξενιστών και πολυάριθμους φορείς ενώ μπορεί να επιβιώνει και σε λανθάνουσα κατάσταση σε ασυμπτωματικά φυτά αλλά και σε συνδυασμό με το σύγχρονο τρόπο διακίνησης του φυτικού υλικού σε παγκόσμιο επίπεδο, η πιθανότητα εισαγωγής όχι μόνο του συγκεκριμένου βακτηρίου αλλά και άλλων φυτοπαθογόνων οργανισμών είναι αναπόφευκτη αφού σε αυτό και η κλιματική αλλαγή βοηθάει δημιουργώντας περιβάλλοντα που ευνοούν την εγκατάσταση, την ανάπτυξη και τον πολλαπλασιασμό τους.
Σε έρευνα διαπιστώθηκε ότι για την εξάπλωση του βακτηρίου ευθύνονται κατά 56% ο σύγχρονος τρόπος διακίνησης φυτών και ακολουθούν η κλιματική αλλαγή 25%, οι καλλιεργητικές πρακτικές 9%, οι αλλαγές στον πληθυσμό του φορέα κατά 7% η γενετική εξέλιξη 3%.
Στις χώρες που ενδημεί επιδιώκεται η χρήση ανθεκτικών ποικιλιών, η λήψη καλλιεργητικών μέτρων υγιεινής καθώς και η χημική και βιολογική αντιμετώπιση των εντόμων φορέων.
Αντοχή στις Ευρωπαϊκές ποικιλίες αμπελιού δεν υπάρχει ή είναι σπάνια ενώ η αντιμετώπιση των εντόμων φορέων δεν είναι αποτελεσματική όπου επιχειρήθηκε.
Η εφαρμογή των ορθών γεωργικών πρακτικών με σκοπό τη διατήρηση της καλλιέργειας σε άριστο επίπεδο παίζει σημαντικό ρόλο και περιορίζει τον κίνδυνο έξαρσης μέσα από τη διατήρηση της βιοποικιλότητας και ευρωστίας των φυτών, της βελτίωσης της γονιμότητας του εδάφους με εμπλουτισμό του σε οργανική ουσία.
Είναι ενθαρρυντικό και αισιόδοξο ότι το Διεθνές Δίκτυο Έρευνας για τη Ξυλλέλα αναπτύσσει καινοτομίες μια από τις οποίες είναι η λύση χωρίς την χρήση χημικών. Η έρευνα βασίζεται στη λακτοπεροξειδάση, ένα ένζυμο του γάλακτος. Αυτό το ένζυμο συμβάλει στη προστασία των βρεφών από τα βακτήρια, αυτό αποτέλεσε έμπνευση για την ερευνητική ομάδα που μετά από ψεκασμό προσβεβλημένων δέντρων με υδατικό παρασκεύασμα του ενζύμου διαπίστωσε ότι το βακτήριο πεθαίνει και τα φυτά επιβιώνουν. Πηγή για την εξασφάλιση αυτής της πολύτιμης ύλης σε μεγάλες ποσότητες είναι τα τυροκομεία. Το επόμενο βήμα είναι η μεταφορά της ανακάλυψης από το εργαστήριο σε εφαρμογές μεγαλης κλίμακας στον αγρό.
To εξειδικευμένο προσωπικό της Αγροτικής Στέγης είναι στην διάθεσή σας για οποιαδήποτε απορία έχετε, μην διστάσετε να επικοινωνήσετε μαζί μας!
Σταυριανάκης Γιώργος
MSc, BSc Γεωπόνος
PhD Candidate