Η μελισσοκομία είναι από τις ελάχιστες οικονομικές δραστηριότητες του ανθρώπου που, όχι μόνο είναι φιλική προς το περιβάλλον, αλλά και συντελεί στην ορθολογική διαχείριση των φυσικών πόρων. Ως κλάδος γεωργικής παραγωγής, καλύπτει μόλις το 1,80% της ζωικής παραγωγής και το 0,55% της συνολικής ακαθάριστης αξίας της αγροτικής παραγωγής της χώρας μας. Είναι όμως ιδιαίτερα σημαντική, όταν σ’ αυτήν συνυπολογίζεται η συμμετοχή της μέλισσας στην επικονίαση.
Από τη δραστηριότητα αυτή της μέλισσας προκύπτουν γενικότερα οφέλη, όπως η βελτίωση ποιότητας και παραγωγής φρούτων, καρπών και σπόρων, η ποικιλότητα της αυτοφυούς βλάστησης, η διατήρηση της βιολογικής ισορροπίας και άλλα. Με τη σταδιακή μείωση του αριθμού των άλλων εντόμων επικονιαστών με τις εκχερσώσεις και τη χρήση των ζιζανιοκτόνων, ο ρόλος της μέλισσας στην επικονίαση των καλλιεργούμενων φυτών, αλλά και της αυτοφυούς βλάστησης καθίσταται πλέον πρωταρχικός. Η μέλισσα θεωρείται και είναι το πολυτιμότερο έντομο στον πλανήτη γη. Έχει υπολογισθεί ότι η οικονομική συμβολή της, μέσω της επικονίασης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, φθάνει τα 4250 εκατομμύρια. Η συμβολή αυτή είναι σημαντική για την Ε. Ένωση, της οποίας οι νέοι προσανατολισμοί είναι η ποιότητα και το περιβάλλον.
Η ελληνική μελισσοκομία σήμερα αριθμεί γύρω στα 1.300.000 μελίσσια, από τα οποία το 96% περίπου είναι εγκατεστημένα σε ευρωπαϊκές πλαισιοκυψέλες και το υπόλοιπο σε εγχώριες διαφόρων τύπων. Με τη μελισσοκομία απασχολούνται 23.500 περίπου άτομα, από τα οποία το 80% είναι γεωργοί και το υπόλοιπο έτερο-επαγγελματίες, οι οποίοι ασκούν τη μελισσοκομία ως δευτερεύουσα απασχόληση.
Από τους γεωργούς μόνο 1500 περίπου άτομα ή το 6% του συνόλου έχουν ως αποκλειστική απασχόληση τη μελισσοκομία, ενώ οι υπόλοιποι εξασφαλίζουν απ” αυτήν συμπληρωματικό εισόδημα.
Παραγωγή προϊόντων
Η συνολική ετήσια παραγωγή μελιού στην Ελλάδα κυμαίνεται από 10.000 έως 14.000 τόνους. Το παραγόμενο μέλι διακρίνεται σε δύο μεγάλες κατηγορίες. Το μέλι από νέκταρ, στο οποίο συγκαταλέγονται τα διάφορα ανθόμελα και το μέλι από μελιτώματα. Οι μεγαλύτερες ποσότητες προέρχονται από το πεύκο, το έλατο και το θυμάρι. Δεν υπάρχουν ακριβή στοιχεία για την παραγωγή άλλων προϊόντων, όπως γύρης, βασιλικού πολτού, πρόπολης και κεριού.
Η διάθεση του μελιού γίνεται από τους μελισσοκόμους, είτε άμεσα στον καταναλωτή, είτε μέσω των συνεταιριστικών οργανώσεων και των εμπόρων – τυποποιητών. Ιδιώτες, επίσης, διαθέτουν μονάδες τυποποίησης και επεξεργασίας του μελιού.
Πώς ξεκινάει όμως κανείς;
Οι ενδιαφερόμενοι μελισσοκόμοι που αποφασίζουν να ξεκινήσουν με τη μελισσοκομία, αρχικά προβαίνουν στην αγορά μελισσοσμηνών και στη συνέχεια μεριμνούν για την έκδοση του αντίστοιχου μελισσοκομικού βιβλιαρίου και την εγγραφή του στο Μητρώο Αγροτών, ανεξάρτητα αν η ενασχόλησή τους με τη μελισσοκομία είναι σε επαγγελματικό ή ερασιτεχνικό επίπεδο.
Συστήνεται, κατά την αγορά τους τα μελισσοσμήνη να συνοδεύονται από βεβαίωση κτηνιάτρου, σχετικά με την κατάσταση της υγείας τους, προκειμένου να αποφεύγεται ο κίνδυνος αγοράς άρρωστων μελισσοσμηνών.
Ο μελισσοκόμος θα πρέπει να πυροσφραγίσει όλες τις κυψέλες που περιέχουν μελισσοσμήνος με τον κωδικό αριθμό που θα του χορηγηθεί από τη Δ/νση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής. Με αυτόν τον τρόπο διασφαλίζεται η κατοχή των μελισσοσμηνών.
Γενικά, πριν την τοποθέτηση των μελισσοσμηνών, συστήνεται η λήψη σχετικής άδειας από τον φορέα (ιδιωτικό ή δημόσιο) όπου ανήκει η έκταση.
Πηγή: www.agrosimvoulos.gr
Leave a reply