ΤΟ ΤΑΜΠΑΚΑΡΙΟ ΤΗΣ ΚΑΛΛΟΝΗΣ
Του Θρασύβουλου Καρυώτη(1880-1959) στην περιοχή Άγιος Ισίδωρος Καλλονής.
Η λειτουργία του μικρού αυτού βυρσοδεψείου άρχισε το 1918 και σταμάτησε το 1949.
Μάζευε δέρματα από την γύρω περιοχή ενώ μια φορά το χρόνο τον Οκτώβρη πήγαινε στον Πειραιά σε αποθήκες και ψώνιζε ακατέργαστα δέρματα για να τα επεξεργασθεί. Δεν έφταναν τα ντόπια δέρματα τότε γιατί υπήρχε και άλλο ταμπακαριό στην Καλλονή του Σταύρου Χαραλαμπίδη στη θέση που μετά στεγάσθηκε το εργοστάσιο κατασκευής αναψυκτικών του Ορφανίδη.
Παρήγαγε βιδέλες(δέρμα από μοσχαράκι γάλακτος),βακέτες(δέρμα από μοσχάρι), κεσελέδες(δέρμα από βόδι), φόδρες(δέρμα από κατσίκια, αρνιά) και σολοδέρματα .
Τα πουλούσε στην τοπική αγορά στα παπουτσάδικα του κάθε χωριού. Τα φόρτωνε στο μουλάρι και ξεκινούσε από Παράκοιλα, Άγρα, Μεσότοπο, και από Άντισσα έκανε τον κύκλο προς Καλλονή πίσω.
Μετά τον Β Παγκόσμιο πόλεμο όταν ήρθε η βοήθεια εξ Αμερικής με την ονομασία “ΟΥΝΤΡΑ” και βγήκε το λάστιχο παραμερίστηκε το σολόδερμα με αποτέλεσμα να κλείσουν τα περισσότερα ταμπακαριά.
Έτσι όταν ο νυν γιός του κ Στέλιος Καρυώτης είχε επιστρατευτεί το 1949 το ταμπακαριό πια σταμάτησε να λειτουργεί.

ΤΑ ΣΤΑΔΙΑ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ
1. Κάθε παρτίδα προβιές που δουλευόταν ήταν 100-120 οκάδες( η οκά αντιστοιχούσε σε 1.282 γραμμάρια και το δράμι σε 3,205 γραμμάρια. Η οκά υποδιαιρούνταν σε 400 δράμια) και ήταν αλατισμένα για να μη σκουληκιάσουν
2. Τα άφηναν ένα βράδυ μέσα στο νερό να μαλακώσουν και να φύγει το αλάτι της πρώτης συντήρησης.
3. Δούλεμα στο καβαλέτο (ξύλινος κυλινδρικός κορμός μήκους 1,5 μ. κομμένος στη μέση κατά μήκος.) και ξύσιμο με ειδικό μακρύ μαχαίρι σε σχήμα ημισέληνου με δύο λαβές την λεγόμενη γκιόρδα να φύγουν λίπη, αίματα, ακαθαρσίες από το κατάδερμα(εσωτερική επιφάνεια της προβειάς).

4. Μετά τα βουτούσαν στην ασβεστιέρα (δεξαμενή με λειωμένο ασβέστη βάθους 1,5μ , μήκους 2,5 μ και πλάτους 2 μ.) για μια περίπου εβδομάδα μέχρι να δούμε να βγαίνουν οι τρίχες. Ο σβησμένος ασβέστης χαλαρώνει τους θύλακες των τριχών και φουσκώνει τις ίνες. Κάθε μέρα τα δέρματα τα γύριζαν μέσα στην ασβεστιέρα για να εισχωρήσει ο ασβέστης καλά σε όλη την επιφάνεια του δέρματος.
5. Στο επόμενο στάδιο κάθε δέρμα ξυνόταν ξανά πάνω στο καβαλέτο από την τριχωτή του πλευρά με σκοπό την πλήρη απαλλαγή του δέρματος από κάθε ίχνος τρίχας.
6. Μετά στη στέρνα με νερό για 1 μέρα και γύρισμα να πλυθούν καλά και να φύγει ο ασβέστης.
7. Σαμάδες ήταν μια δεξαμενή τσιμεντένια σε σχήμα ημικυλίνδρου χωρητικότητας 200 κιλών περίπου που περιείχε λειωμένη κουτσουλιά πουλιών. Την κουτσουλιά την μάζευαν από τα κοτέτσια και μέσα ση δεξαμενή έριχναν 3-4 τενεκέδες κουτσουλιά αφού προηγουμένως την διέλυαν με νερό και το ζουμί όπως ήταν χωρίς σούρωμα το έριχναν στη δεξαμενή. Εκεί βουτούσαν τα δέρματα για 24 ώρες και συνεχές γύρισμα στις ημικυλινδρικές στέρνες.Οι στέρνες είχαν αυτό το σχήμα για να γυρίζουν τα δέρματα πιο εύκολα. Η κουτσουλιά με τα οξέα που περιέχει εξουδετερώνει τα υπολείμματα του ασβέστη από το προηγούμενο στάδιο. Νε τον ασβέστη η προβειά γινόταν πιο παχιά από την απορρόφηση νερού και πιο σκληρή. Με την απασβέστωση η προβειά επανερχόταν στο κανονικό της πάχος και γινόταν μαλακιά. Τα υπολείμματα ασβέστη έπρεπε να απομακρυνθούν από την προβειά διότι αντιδρούν με την τανίνη του βαλανιδιού μετέπειτα και αφήνουν στο δέρμα ανεξίτηλα σημάδια επάνω του. Το διάλυμα της κουτσουλιάς είχε δύναμη για άλλη μια απασβέστωση.

8. Ο κ Θρασύβουλος Καρυώτης μάζευε φύλλα από τα σχοίνα(θάμνος) από την περιοχή “κρυονέρι” και τα άλεθε στον πέτρινο μύλο του μέχρι το υλικό να γίνει σαν μαλλί. Ένα τσουβάλι τέτοιο με φύλλα σχοίνου χρειαζόταν για μια παρτίδα δερμάτων(120 οκάδες).Τα άφηνε μια νύχτα μέσα στο νερό σε νέα δεξαμενή για να «χυθούν» οι ουσίες των φύλλων μέσα στο νερό. Τα φύλλα του σχοίνου(τα οποία περιέχουν και αυτά ταννίνες) είχαν την ιδιότητα να απομακρύνουν την βρωμιά και την άσχημη μυρωδιά από την κατεργασία με την κουτσουλιά και να ετοιμαστεί η παρτίδα για τη δέψη.
9. Μάζευε επίσης φλούδες από τα πεύκα και βαλανίδια ολόκληρα και τα άλεθε ξεχωριστά, το κάθε υλικό στον πέτρινο μύλο του. Τα αλεσμένα υλικά τα περνούσε από κόσκινο με μάτι όπως του γνωστού μας “σταρκού”. Τα χοντρά κομμάτια τα γύριζε πίσω στο μύλο πάλι .Για μια παρτίδα δερμάτων χρειαζόμαστε 1 σακί αλεσμένο πευκοφλοιό και 1 σακί αλεσμένο βαλανίδι. Σε νέα στέρνα ημικυλινδρική χωρητικότητας 200 κιλών περίπου ρίχναμε μισό σακί αλεσμένο πευκοφλοιό μισό σακί αλεσμένο βαλανίδι και μια παρτίδα δέρματα. Εκεί έμεναν για 25 μέρες περίπου μέχρι να συμπληρωθεί η δέψη. Κάθε μέρα γυρίζονται(δουλεύονται) τα δέρματα μέσα στη δεξαμενή για να βοηθήσουμε τη διαδικασία της δέψης. Κόβοντας λίγο στην άκρη του δέρματος με ένα μαχαίρι βλέπουμε αν έχει περάσει η δέψη μέσα στο δέρμα. Σε όσο τμήμα του δέρματος έχει περάσει γίνεται καφέ. Στα τμήματα που δεν έχει περάσει παραμένει άσπρο. Στα χονδρά δέρματα χρειαζόταν ακόμα ένα στάδιο δέψης το λεγόμενο δευτέρωμα. Σε νέα ημικυλινδρική δεξαμενή ρίχνουμε το υπόλοιπο μισό σακί τριμμένου βαλανιδιού και πεύκου και μεταφέρουμε τις προβειές εκεί για ένα νέο κύκλο δέψης που κρατάει λιγότερες μέρες γύρω στις 20.

10. Πριν το επαναληπτικό στάδιο της Δέψης γινόταν το λεγόμενο «ξελέσιασμα». Στο καβαλέτο ένα ένα τα σχεδόν γινομένα πλέον δέρματα και ξύσιμο από μέσα για να φύγει ότι ακαθαρσία(λέσι) δεν είχε φύγει από τις προηγούμενες φορές και κυρίως ο λιπώδης υποδόριος ιστός.
11. Πλύσιμο μετά με καθαρό νερό για μια μέρα
12. Μετά το κάθε δέρμα απλωνόταν στον σιδερένιο πάγκο διαστάσεων 1,5 μ Χ 2 μ με την εσωτερική πλευρά προς τα πάνω. Με ένα εργαλείο που το λέγαμε “ντοναλέτα” (σαν σπάτουλα) γινόταν το ξεζούμισμα για την απομάκρυνση της περιττής υγρασίας. Στη συνέχεια με πατσαβούρες απλώναμε ψαρόλαδο με κουροκόλαδο (το λάδι από τις παλιές σάπιες ελιές) στην εσωτερική επιφάνεια του δέρματος. Το ψαρόλαδο ο κ. Καρυώτης το έφερνε από τον Πειραιά σε μεγάλα βαρέλια και το έλεγαν «ντεγράς» ήταν πολύ πηχτό και ρύθμιζαν το πόσο πηχτό ήθελαν να είναι ανακατεύοντας το με κουρουκόλαδα. Συνεργαζόταν και με έναν ψαρά από το Μεσότοπο που τους έφερνε λίπος από φώκιες. Η χρήση λίπους χοίρου και βοδιού δεν γινόταν γιατί τότε ο κόσμος το λίπος το πάστωνε και το έτρωγε.
13. Κρέμασμα στον αέρα στη σκιά για 2-4 μέρες. Ένα ξύλινο ραβδί έβαζαν ανάμεσα στα 2 πίσω πόδια του δέρματος και με ένα τσατάλι ψηλό τα κρέμαγαν στους γάντζους που ήταν τοποθετημένοι ψηλά στα δοκάρια της σκεπής.
14. Ξανά άπλωμα στον πάγκο και ξύσιμο η εσωτερική πλευρά να φύγει το παραπανίσιο λάδι και λίγο δέρμα από τα πιο χοντρά μέρη που ήταν τα καπούλια και ο ώμος. Το εργαλείο αυτό λεγόταν «σκεφές» και η εργασία «σκέφισμα»
15. Τέλος δούλεμα με το χέρι(τσάκισμα) να μαλακώσει. Η εργασία γινόταν με την βοήθεια ενός εργαλείου που λεγόταν «φελλός»
16. Τα δέρματα δεν τα βάφαμε μας λέει ο κ Στέλιος Καρυώτης, τα αφήναμε στο φυσικό τους χρώμα. Βάφαμε μόνο τους κεσελέδες μαύρο χρώμα με καραμπογιά.
Στο ταμπακαριό είχαμε 30 δεξαμενές για 6 παρτίδες δέρματα. Η κάθε παρτίδα χρειαζόταν 6 δεξαμενές για την πλήρη κατεργασία. Ο δε χρόνος που χρειαζόταν από τη στιγμή που θα παραλαμβανόταν η προβειά (δορά,σκύτος,βύρσα,τομάρι) μέχρι τη στιγμή που θα ήταν έτοιμη σαν δέρμα πλέον προς πώληση μεσολαβούσε διάστημα 100 ημερών.
Γενικά το Ταμπακαριό ήταν μια πολύ βρώμικη δουλειά και απαιτούσε μεγάλες ποσότητες νερού και αποχετευση,γιαυτό τα ταμπακαριά ήταν δίπλα σε ποτάμια η στη θάλασσα.


ΣΥΜΠΛΗΡΩΜΑΤΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ
1. Τα πρώτα μέσα που χρησιμοποιούσαν για την κατεργασία των δερμάτων ήταν ο καπνός και το στέγνωμα στον ήλιο. Υπήρχαν φυσικά και άλλοι τρόποι δέψης, που ως ένα σημείο χρησιμοποιούνται ακόμη και σήμερα, ιδιαίτερα από τους Εσκιμώους, όπως είναι το μάσημα(με το μάσημα το δέρμα γίνεται μαλακό και ελαστικό) καθώς και με τα έλαια που περιέχονται στον εγκέφαλο του ζώου.
Σήμερα όλοι αυτοί οι τρόποι έχουν πια καταργηθεί και δε χρησιμοποιούνται. Υπάρχουν άλλοι μοντέρνοι που βασίζονται πάνω στις γνώσεις της χημείας. Οι σημερινοί τρόποι εφαρμόζονται, ανάλογα με το είδος του δέρματος, ανάλογα με το που και με ποιο τρόπο θα χρησιμοποιηθεί με το αν θέλουμε να μείνει το τρίχωμα που έχει ή όχι κλπ.
Μετά την εκδορά του ζώου το δέρμα πρέπει να αλατιστεί και να στεγνώσει, για να μπορέσει να διατηρηθεί. Το αλάτισμα αποβλέπει ακριβώς στην απορρόφηση του νερού. Το αλάτι, με την ιδιότητα που έχει να απορροφά το νερό, μειώνει την υγρασία του δέρματος, πράγμα που εμποδίζει την ανάπτυξη των μικροοργανισμών που θα μπορούσαν να το καταστρέψουν. Παράλληλα γίνεται και το στέγνωμα του δέρματος στον ήλιο ή και σε κάποιο ζεστό μέρος, που όμως αερίζεται καλά.
Ένα τέτοιο δέρμα είναι σκληρό και δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί, μπορεί όμως να διατηρηθεί και μερικά χρόνια ακόμη.
Πριν αρχίσει η πραγματική δέψη, τα δέρματα τοποθετούνται για ένα διάστημα μέσα σε νερό, για να μαλακώσουν.
Η μετατροπή των ακατέργαστων δερμάτων σε ένα σταθερό υλικό που δεν σήπεται με τη μέθοδο της δέψης είναι μια από τις αρχαιότερες πρακτικές στον κόσμο.
Ξεκίνησε όταν ο πρωτόγονος άνθρωπος συνειδητοποίησε ότι η αξία ενός ζώου δεν περιορίζεται μόνο στο ότι προσφέρει τροφή. Οι προϊστορικοί άνθρωποι χρησιμοποιούσαν τις δορές(προβειές) μεγάλων θηλαστικών για ρουχισμό που τους προστάτευε από τις δυσμενείς καιρικές συνθήκες.
Ωστόσο, αν η δορά(προβειά) ενός ζώου παραμείνει ακατέργαστη, σύντομα θα αρχίσει να σαπίζει, να φθείρεται και να μυρίζει. Γι’ αυτό, οι πρόγονοί μας βρήκαν τρόπους να σταματήσουν αυτή τη φυσική διαδικασία, έτσι ώστε ο ρουχισμός τους να μην αχρηστεύεται και να μπορεί να φορεθεί άνετα.
Ας αναλογιστούμε πώς έγιναν αυτές οι πρώιμες ανακαλύψεις. Όταν το ακατέργαστο δέρμα έμενε στον ήλιο για λίγες μέρες, γινόταν άκαμπτο και σκληρό, αλλά η ενοχλητική οσμή εξαφανιζόταν.
Σημαντική προϊστορική ανακάλυψη ήταν η κατεργασία δερμάτων με καπνό. Τα δέρματα των ζωών χρησιμοποιούνταν ως οικοδομικό υλικό για σκηνές και καλύβες. Ο καπνός της φωτιάς διατηρούσε τα δέρματα και αύξανε την αντοχή τους στα στοιχεία της φύσης. Οι ιθαγενείς της Αμερικής χρησιμοποιούσαν εκτενώς τη μέθοδο αυτή για τις χαρακτηριστικές σκηνές τους (teepees), η οποία εξακολουθεί να είναι και σήμερα δημοφιλής σε ορισμένα μέρη της Κίνας. Όταν όμως βρεχόταν το ξεραμένο δέρμα απορροφούσε πάλι νερό και έτσι αν εμενε βρεγμένο θα σάπιζε.
Άλλη επιτυχής εφεύρεση ήταν η φυτική κατεργασία. Ξεκίνησε πιθανά όταν τα δέρματα τοποθετούνταν σε μία λιμνούλα με νερό περιτριγυρισμένη από δέντρα. Κομμάτια ξύλου, φλοιού και φύλλα επέπλεαν στη λίμνη που περιείχε φυσικούς «παράγοντες», ή χημικά, που κατεργάζονταν το δέρμα. Αυτό το είδος επεξεργασίας κυριάρχησε στη βιομηχανία δέρματος μέχρι τον 19ο αιώνα που εμφανίστηκε η διαδικασία κατεργασίας του δέρματος με χρώμιο.
Η προβειά στη φυσική της κατάσταση περιέχει 60% νερό και είναι ευαίσθητη στη σήψη.
Οι ιδιότητες που αποκτά το δέρμα μετά την κατεργασία του είναι η αντοχή στα χτυπήματα, τις κάμψεις και τα σκισίματα, η καλή θερμομονωτικότητα, η διαπερατότητα στους υδρατμούς, η ευκαμψία και η ελαστικότητα. Χαρακτηριστική είναι η ιδιότητα του κατεργασμένου δέρματος με φυτικά μέσα να απορροφά υγρασία χωρίς να δίνει την αίσθηση του υγρού!
Το δέρμα των θηλαστικών αποτελείται από τρεις στιβάδες: την επιδερμίδα, τη δερμίδα ή χόριο και την υποδερμίδα ή υποδόριο ιστό.
Το χόριο, πυκνό δίκτυο ινών πρωτεϊνικής σύστασης με βάση το κολλαγόνο, είναι το καθευατό δέρμα. Η αντοχή ενός κατεργασμένου δέρματος εξαρτάται κυρίως από την ποιότητα και την αναλογία του χορίου προς το συνολικό πάχος.
Η δέψη είναι ουσιαστικά η διαδικασία σταθεροποίησης των ινών του κολλαγόνου και πρόληψης της σήψης. Με τη διαδικασία αυτή, η τανίνη εισέρχεται στο δέρμα και στη συνέχεια αντικαθιστά τα μόρια του νερού που συγκρατούνται στις ιονισμένες ομάδες του κολλαγόνου.Στην κοινή ιδιότητα των ταννινών να ενώνονται με πρωτείνες και άλλα πολυμερή όπως π.χ με πολυσακχαρίτες οφείλεται η στυφή γεύση τους.Καθώς οι τανίννες ενώνονται με τις πρωτείνες του σάλιου μας,αυτό χανει την ιδιότητα του να υγραίνει το στόμα και τον οισοφάγο και γιαυτό μας κάθεται το κυδώνι στο λαιμό!!!
Η τανίνη δεν είναι μία συγκεκριμένη χημική ένωση, αλλά μία κατηγορία ενώσεων(πολυφαινόλες) ευρύτατα διαδεδομένες στα φυτά. Οι τανίνες είναι διαλυτές στο νερό και στην αλκοόλη. Τις συναντάμε στις ρίζες, στο ξύλο, στο φλοιό, στον καρπό καθώς και στα φύλλα πολλών δένδρων, όπως στην ακακία στην καστανιά, στο πευκοφλοιό, στα καπάκια από τα βελανίδια, στα φύλλα του σκίνου στη ροδιά, στο ρούδι, στην κυδωνιά, στη μιμόζα, στο κεμπράχο κ.ά
Τα δέρματα στα οποία η δέψη έχει γίνει με τανίνη δεν έχουν παραπάνω πλεονεκτήματα, έχουν όμως το μεγάλο πλεονεκτήματα ότι δεν εμποδίζουν την άδηλη διαπνοή, όπως συμβαίνει με τα δέρματα που η δέψη τους έγινε με χρώμιο, ενώ, παράλληλα, τα δέρματα με την τανίνη απορροφούν την υγρασία.
2. H ξήρανση των δερμάτων μετά τη δέψη είναι κρίσιμη, καθώς θα πρέπει να επιτευχθεί ομοιόμορφη αφύγρανση και να αποφευχθεί η οξείδωση των τανινών στην επιφάνειά τους. Τις δύο πρώτες μέρες έπρεπε ο χώρος να μην αερίζεται καθόλου, γιατί ήτανε κίνδυνος να τσικνώσουν τα πετσιά. Αν τύχαινε να φυσήξει κουφονότι, βαρούσε συναγερμός. Ο κίνδυνος να πάθουν ζημιά τα πετσιά μεγάλωνε, και παίρνανε με τα μέτρα μας. Κλείναμε πόρτες και παραθύρια, ακόμα και τις χαραμάδες.
3. Όταν χρησιμοποιούσαν ως στυπτικό υλικό το φλοιό πεύκου, το δέρμα έπαιρνε ένα κόκκινο-κεραμιδί χρώμα.
Με το βελανίδι αποκτούσαν ένα ζεστό «ταμπά» χρώμα. Και αυτά είναι τα περίφημα μαροκινά δέρματα, παραγωγή των βυρσοδεψείων της Τουρκοκρατίας.
Με τα φύλλα του σχοίνου τα δέρματα έπαιρναν ξανθό χρώμα. 
ΟΡΟΛΟΓΙΑ ΒΥΡΣΟΔΕΨΕΙΟΥ
Βυρσοδεψία: Οι τεχνικές και χημικές επεξεργασίες κατεργασίας της δοράς (δέρματος) των ζώων που την καθιστούν άσηπτη και αδιάβροχη, για χρήση από τον άνθρωπο
Τομάρι,Προβειά, Βύρσα, Δορά, Σκύτος : Το ακατέργαστο δέρμα
Γουδουρά ,κατάδερμα: Το δέρμα στην εσωτερική του όψη
Δέψη : Κατεργασία της προβειάς για μετατροπή της σε δέρμα με τη βοήθεια των ταννινών που βρίσκονται στα βαλανίδια, στο φλοιό του πεύκου, στα φύλλα του σχοίνου κ.λ.π
Λέσια: υπολείμματα σάρκας και λίπους.
Ξελέσισμα: Καθάρισμα δοράς από τα υπολείματα σάρκας και λίπους
Καβαλέτο: Κυλινδρικός κορμός 1,5 μέτρου περίπου σχισμένος στα δύο κατά μήκος του άξονά του .Πάνω σαυτό τοποθετούμε τη δορά με το εσωτερικό μέρος προς τα έξω για το ξελέσισμα με ειδικό μαχαίρι.
Ταμπακότριχα: Η τρίχα που συλέγεται από τις δορές μετα την ασβέστωση.είναι β ποιότητας.
Ασβεστέρα: Δεξαμενές σκαμένες στο χώμα με λιωμένο ασβέστη όπου ρίχνουμε τις δορές με σκοπό την αποτρίχωση.
Τουλάς : Το καθαρό τομάρι μετά την αποτρίχωση
Σαμάς: Η απομάκρυνση των υπολειμμάτων ασβέστη από τη δορά μετά την αποτρίχωση. Γινόταν με όξινα μέσα όπως με κουτσουλιές πουλιών, κόπρανα σκύλων, θειική αμμωνία, ή με θειικό οξύ και αλάτι.
Ταμπακαριό,Ταμπάκι: Το βυρσοδεψείο
Ταμπάκης: Ο βυρσοδέψης
Βυρσοδέψης: Ο τεχνίτης που κατεργάζεται τις βύρσες για να γίνουν δέρματα.
Ταννίνες: Οι ταννίνες είναι στυπτικές, πικρές φυτικές πολυφαινόλες που δεσμεύουν και διαλύουν πρωτεΐνες
Σκέφισμα: Αφαίρεση ανωμαλιών από την εσωτερική επιφάνεια του δέρματος με σκοπό το δέρμα να έχει το ίδιο πάχος σε όλη του την επιφάνεια.
Κορπόνια: Κόψιμο των δερμάτων κατά μήκος της πλάτης σε δύο κομμάτια και προορίζονταν για σόλόδερμα.
Κρούτα: Όταν το δέρμα ήταν πολύ χοντρό το έσκιζαν παράλληλα με τη γυαλιστερή του επιφάνεια σε 2 κομμάτια. Το ένα περιείχε την επιδερμίδα(γυαλιστερή επιφάνεια) ενώ το άλλο και από τις δύο πλευρές του ήταν σαν καστόρ λεγόταν κρούτα και ήταν πιο φτηνό.
Γκιόρδα η κόρδα: Μακρύ μαχαίρι ίσιο η ημικυκλικό με δύο λαβές στο κάθε άκρο του που χρησίμευε για τον καθαρισμό της προβειάς από τα λίπη, τα υπολείμματα κρέατος καθώς και τις τρίχες μετά την ασβέστωση
Ποντόνι: Τσιμεντένια λεκάνη, στην οποία αφού γέμιζαν με νερό καθάριζαν τα τομάρια από τα αίματα και τις κοπριές.
Κλείτσιο : Σιδερένιο κρεμαστάρι
Χαράρι: Σάκος φτιαγμένος από τραγίσιο μαλλί
Αμπαστάς :Δεξαμενή τσιμεντένια, στην οποία οι προβειές έμπαιναν για να υποστούν δέψη.
Ντεγράς : Ένα χαρμάνι με ψαρόλαδα
Χαρτζόλιμπα : Η δεξαμενή που ρίχναμε μια μέρα πριν τα αλεσμένα βαλανίδι, πευκοφλοιό και νερό(καλύτερα ζεστό) για να χυθούν οι τανίνες και να φτίξουμε το παχύρευστο μίγμα δέψης που το έλεγαν «χαρτζ»
Ποντόνι: Η δεξαμενή που γίνεται η δέψη μέσα στην οποία ρίχνουμε χαρτζ μέχρι ύψους 20 εκατοστών. Μετά απλώνουμε μέσα τα τομάρια το ένα πάνω από το άλλο με το κατάδερμα(γουδουρά) προς τα κάτω. Συμπληρώνουμε με χαρτζ μέχρι και 30 εκατοστά ύψος πανω από το τελευταίο τομάρι.
Ποδέλαιο: Είναι ένα λίπος που βγαίνει από τις οπλές μοσχαριών και είναι βασικό υλικό της βυρσοδεψίας. Θα το βρείτε στα καταστήματα στην πλατεία Ψυρρή στην Αθήνα και όπου αλλού πουλούν υλικά για βυρσοδέψες και δερματοτεχνίτες. Το ποδέλαιο διαλύεται στο νερό σε αναλογία ένα ποδέλαιο δύο νερό. Με αυτό αλείβεται η γυμνή μεριά του τομαριού, τέσσερις πέντε φορές είναι αρκετές για ένα δέρμα λαγού π.χ. άλλα ζώα θα χρειαστούν περισσότερες επαλείψεις για να μαλακώσουν. Το ποδέλαιο κάνει το δέρμα εύκαμπτο λιπαίνοντας τις ίνες
Πέτκας: δηλαδή η φλούδα των πεύκων
Σερίτια: Ξύλα σαν καδρόνια που χρησίμευαν για τη μεταφορά των δερμάτων.

Leave a reply